επιθύριος

επιθύριος
ἐπιθύριος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κρεμασμένος πάνω στην πόρτα («ἐπιθύριοι ἀσπίδες»)
2. ο στερεωμένος, ο μπηγμένος πάνω στην πόρτα («ἐπιθύριοι ἧλοι»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθύριον
το πάνω μέρος τής θύρας, το ανώφλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”